DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Überfüllung f
environ. συνωστισμός m
industr., construct., chem. Mεγάλο πακετάρισμα; συσκευασία σε μεγάλο μέγεθος
med. πληθώρα f; περίσσεια m