DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Ölmühle f =, -n
agric. θλιπτήριο με κυλίνδρους
agric., industr. ελαιοτριβείο
econ. ελαιουργία
Ölmühle
: 1 phrase in 1 subject
Agriculture1