DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Öllein m
econ. ελαιούχο λίνο
life.sc., agric. ελαιούχο λινάρι; λιναρόσπορος (-)
nat.res., agric. λιναρόσπορος (Linum usitatissimum); ελαιούχο λίνο (Linum usitatissimum)
nat.sc., agric. μαδία η εδώδιμος (Madia sativa); μαδία της ημέρου (Madia sativa)