DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Ölfernleitung f =, -en
econ. πετρελαιαγωγός m
environ. αγωγός μεταφοράς πετρελαίου; αγωγός μεταφοράς πετρελαίου/πετρελαιαγωγός
transp., energ.ind. πετρελαιοαγωγός m