DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Öffentliche Straße
environ. αυτοκινητόδρομος m; λεωφόρος m; αυτοκινητόδρομος/λεωφόρος m
öffentliche Straße
forestr. δημόσιος δρόμος
Öffentliche Straße
: 1 phrase in 1 subject
Art1