DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Ätzen v
commun. χαρακτική με οξύ
el. χάραξη; χάραξη χημική; χαρακτική; εγχάραξη
industr., construct. αποχρωματισμός με χημικά μέσα
met. διάβρωση μετάλλου από προσβολή οξέως; προσβολή μετάλλου από οξύ
ätzen v
commun. απευαισθητοποίηση
cultur. διαβρώνω; τρώγω; φθείρω
met. χαράσσω με χημική ουσία
Ätzer v
commun. χαράκτης τσιγκογράφος
lab.law. χαράκτης με νιτρικό οξύ
Ätze v
cultur., met. σκάλισμα με οξύ
 German thesaurus
ATZ v
gen. Altersteilzeit (mavik)
abbr., auto. Automobiltechnische Zeitschrift
mil. Abkürzungen und Taktische Zeichen; Abkürzungen und Truppenzeichen; automatische Telefonzentrale
Ätzen
: 13 phrases in 5 subjects
Agriculture1
Electronics6
General2
Industry2
Information technology2