DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | noun | verb | to phrases
θ-Welle f
med. θήτα κύμα; θ-κύμα
α-Welle f
med. άλφα κύμα; α-κύμα
δ-Welle f
med. δέλτα κύμα; κύμα δ
Well n
agric. χάσμα
$ welle v
met. άξονας
Welle v
environ. θαλάσσιο κύμα
life.sc. κυκλωνικό κύμα; μετωπικό κύμα
life.sc., el. κÙμα
mech.eng. ομοαξωνικό περιστρεφόμενο συγκρότημα συμπιεστού-στροβίλου; περιστρεφόμενο τύμπανο; άξονας μετάδοσης κίνησης; μηχανοκίνητος άξονας
mech.eng., el. άτρακτος
med. κύμα
transp. άξονας
Wellen v
industr., construct., met. σχοινία
transp. κυματοειδής αυλάκωση; μακρά κυματοειδής φθορά
Well v
agric. χαβούζακν.
welle
: 285 phrases in 22 subjects
Agriculture1
Chemistry1
Communications27
Construction1
Earth sciences31
Electronics52
Energy industry1
Environment3
Finances2
General3
Health care1
Industry7
Information technology10
Life sciences43
Mechanic engineering35
Medical15
Metallurgy4
Natural sciences14
Physical sciences3
Scientific22
Technology1
Transport8