DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Senke n
commun., el. απαγωγός; υποδοχή
Senke v
commun., el. φρεάτιο
comp., MS αποδέκτης
earth.sc. βύθιση; συμπιεσμένη περιοχή
earth.sc., mech.eng. φυσική καταβύθιση
el. περιοχή εξαφάνισης φορτίων; πηγή
environ. καταβόθρα; καταβόθρα αερίων θερμοκηπίου
environ., chem. παγιδευτής; συστατικό παγίδευσης
"Senke" v
health. "βύθιση"
Senker v
mech.eng. κυλινδρικό ή κωνικό εργαλείο με διάτρηση διεύρυνσης
met., mech.eng. κοπτικό για το άνοιγμα κυλινδρικής εξόδου στο άκρο μιας οπής
Senke"
: 13 phrases in 7 subjects
Agriculture2
Earth sciences1
Environment4
Life sciences2
Mechanic engineering2
Natural sciences1
Transport1