DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
ytsprickor n
industr., construct., chem. Σημάδια από τριβή ή κτύπημα; Kαλτσινιασμένο σώμα
ytspricka n
forestr. επιφανειακές ραγαδώσεις
industr., construct., met. ράγισμα; χαραγή; επιφανειακή ρωγμή
mater.sc., industr., construct. ραγάς
met. ρηγμάτωση επιφάνειας; ρηγμάτωση όψης; σχηματισμός ραφών; ραφή
nat.sc., agric. ρωγμή όψεως