DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
ytjämnhet n ~en
met. τραχύτητα f; τιμή τραχύτητας
met., mech.eng. επιφάνεια χωρίς σφάλματα
tech., industr., construct. απαλότητα f; στιλπνότητα f
transp., tech., law επιφανειακή τραχύτητα