DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
ýmp adj.
agric. εμβόλιο
forestr. μόσχευμα; ενοφθαλμισμός
nat.res., agric. εμβολιαζόμενο στοιχείο; εμβολιασμός
nat.sc., agric. σπόρος; εμβόλιο μύκητα; μυκήλιο