DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
ỳtbehandling n ~en ~ar
agric., chem. επιφανειακός εμποτισμός
chem. προετοιμασία της επιφάνειας
construct. επιφανειακή ασφαλτική στρώση
environ. επιφανειακή επεξεργασία (επάλειψη, στρώση); "επιφανειακή επεξεργασία επάλειψη, στρώση"
food.ind. επικάλυψη με ζάχαρη
industr., construct. φινίρισμα όψης; επιφανειακό τελείωμα; φινίρισμα; επικάλυψη τελικής επιφάνειας; επιφανειακή κατεργασία
industr., construct., met. επεξεργασία της επιφάνειας οπτικού γυαλιού
wood. τελειωτική λείανσις