DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
webbplats n ~en ~er
gen. ιστοχώρος m
commun., IT δικτυακός τόπος; θέση
comp., MS τοποθεσία web; τοποθεσία Internet
econ. ιστότοπος m
IT διαδικτυακός τόπος