DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
warrants n
account. ενεχυρόγραφα
warrant n
fin. πιστοποιητικό δικαιώματος αγοράς χρεογράφων με ευνοϊκούς όρους
fin., busin., labor.org. πιστοποιητικό επιλογής; warrant