DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
vulst n
met. βολβός; σπείρα f
transp., industr. πτέρνα f
transp., tech., law χείλος επισώτρου; πτέρνα του ελαστικού; στεφάνη; στεφάνη ελαστικού; τακούνι; τσέρκι ελαστικού επισώτρου; χαλύβδινη επενδεδυμένη στεφάνη συγκράτησης ελαστικού επισώτρου