DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
vrìdning n ~en ~ar
industr., construct. στρέψη; κύρτωση
industr., construct., met. ξετρύπημα f
life.sc., coal. γωνία στροφής μεταξύ διαφορετικών συστημάτων συντεταγμένων
mech.eng., el. στρέβλωση m