DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
vràk n ~et; pl. ~
agric. ξυλεία υπολειμμάτων πρίσεως
agric., wood. Αναγωγή
environ. ναυάγιο m; ερείπιο m; ναυάγιο/ερείπιο m
forestr. ξεδιαλέγω; απορρίπτω