DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
vitt adj.
gen. ευρέως
vìt adj. ~t ~a
gen. ασημής; λευκός ασημής
víd adj. vitt vida
gen. από; ευρύς
vìdare adj.
gen. ευρύτερα; ευρύτερος
vìda adj.
gen. πλατιά
vìta adj.
agric. εξωτερική στρώση αλβουμίνης