DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
visir [-i´r] n ~et; pl. ~
forestr. αλεξήλιο m
health. προσωπίδα; προστατευτική προσωπίδα
lab.law. προστατευτικό κάλυμμα προσώπου; ειδικός προστατευτικός εξοπλισμός για ολόκληρο το πρόσωπο