DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
vinsch n
gen. βίντσι; βαρούλκο m
forestr. φορητό βαρούλκο; γερανός m
transp., nautic., fish.farm. βαρούλκο ρυμούλκησης
transp., polit. επωτίδα f