DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
vik n ~en ~ar
environ. ορμίσκος m; κολπίσκος m; ρυάκι; κόλπος m; αποθήκη; διαμέρισμα; θάλαμος; στοά f; φάτνωμα f; φρέαρ m; κόλπος/φάτνωμα/φρέαρ/στοά/θάλαμος/αποθήκη/διαμέρισμα m; κολπίσκος/ρυάκι m
vìka v
gen. στρίβω; στριφτά
fin. απότομη πτώση τιμών μετοχής
industr., construct. αναδιπλώνω; διπλώνω; πακετάρω; τυλίγω
vik
: 1 phrase in 1 subject
Information technology1