| |||
ορμίσκος m; κολπίσκος m; ρυάκι; κόλπος m; αποθήκη; διαμέρισμα; θάλαμος; στοά f; φάτνωμα f; φρέαρ m; κόλπος/φάτνωμα/φρέαρ/στοά/θάλαμος/αποθήκη/διαμέρισμα m; κολπίσκος/ρυάκι m | |||
| |||
στρίβω; στριφτά | |||
απότομη πτώση τιμών μετοχής | |||
αναδιπλώνω; διπλώνω; πακετάρω; τυλίγω |
vik : 1 phrase in 1 subject |
Information technology | 1 |