DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
vidhäftningsmedel n
agric. προσκολλητικό m
construct. βελτιωτικό πρόσφυσης
industr., construct., chem. μέσο στερεώσεως; συνδετικό μέσο; συνεκτικό μέσο