DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
vibratión n ~en ~er
agric., industr., construct. μάσημα
earth.sc., el. πτερυγισμός m; κραδασμοί αυτοδιέγερσης
forestr. δόνηση
IT κραδασμός m
vibrationer n
environ. δονήσεις m; κραδασμοί m; ταλαντώσεις m; δονήσεις/κραδασμοί/ταλαντώσεις m