DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
vìttring n ~en ~ar
environ. διάσπαση; φθορά f; αποικοδόμηση/υποβάθμιση/φθορά; αποσύνθεση/διάσπαση
life.sc. διάβρωση
life.sc., agric. ατμοσφαιρική αλλοίωσις; αποσάθρωση
life.sc., chem. κινητοποίηση