DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
vìttnesmål n ~et; pl. ~
gen. κατάθεση
econ. μαρτυρία f
law κατάθεση μάρτυρα; καταθέτω προφορικά δίνω προφορική κατάθεση; ένορκη μαρτυρική κατάθεση