DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | adjective
vìte n ~t ~n
econ. χρηματική ποινή
environ. χρηματική ποινή
law, environ. ποινικές ρήτρες/πρόστιμο/χρηματική ποινή/λεπτός/εκλεκτός
market. κύρωση; ποινική ρήτρα
vìt adj. ~t ~a
gen. ασημής; λευκός ασημής
vitt adj.
gen. ευρέως
vìta adj.
agric. εξωτερική στρώση αλβουμίνης