DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
vìnodling n ~en ~ar
agric. αμπελώνας f; σύστημα φυτεύσεως; φυτεία m; φύτευση; αμπέλι
econ. αμπελουργία f
environ. αμπελοκαλλιέργεια m; αμπελουργία/αμπελοκαλλιέργεια f
law, econ., agric. αμπελοκομία
nat.sc., agric. εκμετάλευση αμπελοκαλλιέργειας
stat., earth.sc., agric. αμπέλια
vinodlingar n
agric. αμπελώνας f