DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb
vìla n ~n
gen. ανάπαυση; αναπαύομαι
agric. φυτική νάρκη
econ. χρόνος ανάπαυσης
vilande v
nat.sc., agric. κοιμώμενος οφθαλμός