DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
vìkt n ~en ~er
comp., MS βαρύτητα f
met. βάρος συγκράτησης καλουπιού
stat. βάρος; συντελεστή στάθμισης; συντελεστής βάρους
vìka v
gen. στρίβω; στριφτά
fin. απότομη πτώση τιμών μετοχής
industr., construct. αναδιπλώνω; διπλώνω; πακετάρω; τυλίγω
vikt
: 1 phrase in 1 subject
Information technology1