DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
vìka v
gen. στρίβω; στριφτά
fin. απότομη πτώση τιμών μετοχής
industr., construct. αναδιπλώνω; διπλώνω; πακετάρω; τυλίγω
vika
: 1 phrase in 1 subject
Information technology1