DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
veck n ~et; pl. ~
industr., construct. βάττα f; πιέτα που γίνεται με σίδερο; πτύχωση
industr., construct., chem. Eξόγκωμα; ραφή,μαγκώματα καλουπιού
transp. πτυχή