DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
vèrktyg n ~et; pl. ~
gen. καλούπι
comp., MS εργαλείο
forestr. σκεύος m
industr., construct., met. εργαλεία υαλουργού
IT ακραίο στοιχείο δράσης; παραρομποτικό προïόν