DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
vèrkningsgrad n ~en ~er
el. απόδοση; απόδοση ηλεκτροθερμικής εγκατάστασης; απόδοση φορτίου; βαθμός απόδοσης; απόδοση ισχύος
energ.ind., el. απόδοση στην ενεργό κατάσταση
IT, dat.proc. αποδοτικότητα f; επάρκεια λειτουργίας
met. συντελεστής απόδοσης
work.fl., IT ολική απόδοση