DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
vèktor n ~n ~er [-o´r-]
environ. άνυσμα f; διάνυσμα f
health., nat.sc. φορέας f
IT μήτρα f; πίνακας f
life.sc. όχημα
med. φορέας ασθενειών
med., health., anim.husb. διαβιβαστής m
scient., el. διανυσματικό μέγεθος
vektorer n
nat.res., agric. βιολογικοί φορείς