DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
vattendrag n
construct. κανάλι αποστράγγισης
econ. υδάτινο ρεύμα
environ. υδάτινη οδός; υδατόρευμα f
forestr. υδάτινη διαδρομή
life.sc. υδατόρρευμα,ποταμός,ρεύμα,ροή,υδατίνη δέσμη