DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
vass adj. ~t ~a
gen. κοφτερός
agric., chem. όξινος
environ. ραβδόγλυφα; ετήσιοι δακτύλιοι (κορμού δέντρου); καλαμιώνας; ραβδόγλυφα/ετήσιοι δακτύλιοι κορμού δέντρου/καλαμιώνας; ραβδόγλυφα/ετήσιοι δακτύλιοι κορμού δέντρου/καλαμιώνας
nat.res., agric. καλάμι (Arundinaria simoni, Bambusa simoni)