DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
varpväktare n
industr., construct. μηχανισμός προστασίας στημονιού; λάμα ασφαλείας περάσματος στημονιού; ηλεκτρικός οδηγός φύλαξης στημονιού
tech., industr., construct. μηχανισμός σταματήματος στημονιού