DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
varpställ n
industr., construct. κλουβί διάστρας; ικρίωμα διάστρας
tech., industr., construct. ικρίωμα εφεδρικής τροφοδοσίας; ικρίωμα μπομπινών; ικρίωμα στημονιού