DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
valv n ~et; pl. ~
gen. θησαυροφυλάκιο
comp., MS θάλαμος
industr., construct., chem. Θόλος τροφοδοσίας κλιβάνου
industr., construct., met. θόλος m
met. οροφή
polit. θωρακισμένη αίθουσα