DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
vak n ~et
earth.sc., environ. απόρρευμα
transp., avia. απόρρευμα εξ επαγωγής; επαγωγικό απόρρευμα; ομόρρους επαγωγής
vàken n
gen. ξύπνιος