DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
vad n ~en ~ar
gen. ποιο m; πόσο m; πως m; πώς m; τι m
construct. πέραμα f; πόρος m; τεχνητό πέρασμα μέσω υδατορεύματος
fish.farm. κυκλωτικό δίχτυ χωρίς σχοινί που να το κλείνει από κάτω; γριγρί; γρι-γρι; δίχτυ lampara; κυκλικό δίχτυ,χωρίς σχοινί που να το κλείνει από κάτω; κυκλωτικό δίχτυ χωρίς στίγγο
våd n ~en ~er
tech., industr., construct. μήκος τεμαχίου