DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
vàttenförsörjning n ~en
agric., construct. κατανομή νερού; μεταφορά ύδατος; διανομή ύδατος; διοχέτευση ύδατος
construct. εφοδιασμός εις ύδωρ
econ. ύδρευση
environ. υδροδότηση; διανομή νερού; ύδρευση/υδροδότηση/παροχή διανομή, πρόσληψη νερού; ύδρευση/υδροδότηση/παροχή διανομή (πρόσληψη νερού)
forestr. παροχή νερού