DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
vàrumärke n ~t ~n
gen. σήμα κατατεθέν
econ. σήμα
fin. εμπορικό σήμα
patents. βιομηχανικό ή εμπορικό σήμα; βιομηχανικό σήμα; εμπορικό σήμα; σήμα