DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb
varpå n
gen. οπότε
vàrpa v
industr., construct. διαστράρω; ρολλάρω; τυλίγω
tech., industr., construct. διάστρα; διαστάρω; στημονιάρω
vä̀rpa v
gen. τίκτω