DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
vàrning n ~en ~ar
chem. Προσοχή
comp., MS ειδοποίηση
lab.law., mater.sc., el. προσοχή; προειδοποίηση
law νουθεσία; παραίνεση; παρατήρηση