DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
vàraktighet n ~en
comp., MS διάρκεια m
el. χρονική διαδικασία
industr., construct. αντοχή
law διάρκεια εφαρμογής
tech., el. ισοδύναμη περίοδος εκμετάλλευσης μέγιστης ισχύος εξόδου