DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | noun | verb
vàra n ~t
gen. είδος; είμαι; διαρκώ
chem. προϊόν
market. βασικό εμπόρευμα
varor n
environ. υλικά αγαθά; εμπορεύματα f; προϊόντα m; υλικά αγαθά/εμπορεύματα/προϊόντα
proced.law., econ., account. αγαθά f
varar v ~de ~t
nat.sc., agric. χωματίδες (Paralichthys); καλκάνια (Scophthalmidae); πησιά (Scophthalmidae)