DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
vàls n ~en ~er
industr., construct., met. έλαστρο; ρολλό; άκοπος υαλοπίνακας
tech., industr., construct. ρόλος m
textile κύλινδρος m
valar n
environ. κητοειδή; φάλαινες f
life.sc., environ. κητοειδή (Cetacea); κητώδη (Cetacea)
vàl n ~en ~ar
gen. εκλογή
commun. επιλογή
econ. εκλογές f
law δικαίωμα επιλογής
vàl zool. n
econ. φάλαινα f