DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
vàll n ~en ~ar
environ. αντιπλημυρικό ανάχωμα; τάφρος; φράγμα f; τοίχος m; αντιπλημυρικό ανάχωμα/φράγμα/τάφρος; επίχωμα/επιχωμάτωση/επίχωση/ανάχωμα f; τοίχωμα/τοίχος/τοιχείο/τείχος f; τοίχωμα/τοίχος/τοιχείο/τείχος f
life.sc. κορυφογραμμή
vàll- n
gen. λειμώνιος; λιβαδικός