DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
vård n ~en ~ar
gen. φροντίδα f
earth.sc. συντήρησις m
environ. διατήρηση; συντήρηση/διατήρηση
värd n ~en ~ar
gen. άξιος
comp., MS φιλοξενία f; κεντρική συγκρότηση
life.sc. ξενιστής m